παλαιοματωρ

παλαιοματωρ
    παλαιομάτωρ
    -ορος ἥ дор. = * παλαιομήτωρ См. παλαιομητωρ

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "παλαιοματωρ" в других словарях:

  • παλαιομάτωρ — παλαιομάτωρ, ορος, ἡ (Α) αυτή που υπήρξε μητέρα σε παλαιούς χρόνους («ἰὼ Ζεῡ, τᾱς παλαιομάτορας παιδογόνε πόριος Ἰνάχου», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + μᾶτωρ (< μήτηρ)] …   Dictionary of Greek

  • παλαιομάτορος — παλαιομάτωρ ancient mother masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»